- κριτάς
- κριτά̱ς , κριτήςjudgemasc acc plκριτά̱ς , κριτήςjudgemasc nom sg (epic doric aeolic)κριτά̱ς , κριτόςseparatedfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
BANCUS — vox medii aevi, pro Tribunali: quô nomine duo apud Anglos notissima, teste Spelmannô: Bancus Regius, qui post Parlamentum, supremum est totius Regni tribunal, utpote quod de causis cognoscit capitalibus, criminalibus, aliisque ad coronam et Regni … Hofmann J. Lexicon universale
επικαθίστημι — ἐπικαθίστημι (Α) 1. τοποθετώ, εγκαθιστώ πάνω σε κάτι, ορίζω («φυλακάς ἐπικαθίστη», Δίων Κάσσ.) 2. διορίζω κάποιον («κριτὰς ἐπικαθιστάναι», Πλάτ.) 3. ιδρύω, καθορίζω επί πλέον 4. καταβάλλω, πληρώνω επί πλέον 5. συγκεντρώνω εμπόρευμα για παράδοση 6 … Dictionary of Greek
προδιαφθείρω — Α 1. καταστρέφω εκ τών προτέρων («δεδιότες...μὴ προδιαφθαρῇ», Θουκ.) 2. διαφθείρω με δωροδοκία («προδιαφθείρας τοὺς κριτάς», Δημοσθ.) 3. (για γάλα) αλλοιώνομαι, χαλώ από πριν … Dictionary of Greek
προφήτης — Όρος που σημαίνει κυρίως αυτός που μιλά εξ ονόματος ενός θεού και ερμηνεύει τη θέλησή του στους ανθρώπους. Τη μεγαλύτερη σημασία απέκτησαν οι π. στην ιστορία του Ισραήλ: ήδη ο Αβραάμ ονομάζεται π. και για τον Μωυσή λέγεται ότι δεν εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek